ΙΧΘΥΟΠΩΛΕΙΑ ΚΡΗΤΗ


ΠΑΙΖΟΥΝ 3 HD  TV---- ΦΤΙΑΞΤΕ ΤΟΝ ΗΧΟ

Με τον όρο αλιεία, κοινώς ψάρεμα, χαρακτηρίζεται γενικά τόσο η άγρα όσο και η τέχνη (τρόπος) της όλης δραστηριότητας, με την οποία γίνεται η σύλληψη και απόσπαση των ιχθύων και άλλων υδροβίων ζώων από τον βιότοπό τους, (θάλασσες, λίμνες, ποτάμια, ιχθυογενετικούς σταθμούς κλπ), είτε για τροφή είτε για βιομηχανικούς σκοπούς (παραγωγή ιχθυαλεύρων, ελαίων, λιπασμάτων κλπ.).

  • Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ουσιαστικό αλιεύς<άλιος"θαλάσσιος"<αλς(η)"θάλασσα". Στην ελληνική γραμματεία, καθαρεύουσα, όλες οι λέξεις αυτές και παράγωγά τους φέρονται δασύτονες.

Το ψάρεμα είναι μια πανάρχαια και παγκόσμια πρακτική με ποικιλία τεχνικών και παραδόσεων που έχουν μεταμορφωθεί εν μέρει από τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα. Εκτός από το ότι παρέχει μια σημαντική, σε ποιότητα και σε ποσότητα, πηγή τροφής και θέσεις εργασίας, η σύγχρονη αλιεία αποτελεί επίσης μορφή ψυχαγωγίας (η ερασιτεχνική αλιεία), αλλά και επαγγελματικό σπορ. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του FAO ο συνολικός αριθμός των αλιέων (μαζί μ' αυτούς που ασχολούνται με τις ιχθυοκαλλιέργειες) ανέρχεται παγκοσμίως σε περίπου 38.000.000 ανθρώπους. Αν μάλιστα προσθέσουμε και τους εργαζόμενους άμεσα ή έμμεσα συνολικά στη βιομηχανία αλιευμάτων ο αριθμός αυτών των ανθρώπων ανέρχεται πλέον στα 200.000.000 παγκοσμίως.[1] . Η παγκόσμια κατά κεφαλήν κατανάλωση αλιευμάτων ανέρχεται σε 14 kg το χρόνο

Η αλιεία είναι μια πανάρχαια πρακτική που χρονολογείται τουλάχιστον από την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, πριν περίπου 40.000 χρόνια. Αρχαιολογικά ευρήματα κοχυλιών και υπολειμμάτων από ψαροκόκαλα, καθώς και σχετικές βραχογραφίες σε σπήλαιαδείχνουν ότι τα αλέύματα αποτελούσαν σημαντική σε ποσότητα πηγή τροφής, αλλά και είδος ανταλλαγής για τους ανθρώπους της περιόδου.


 Μάλιστα, ενώ η πλειοψηφία των ανθρώπινων φυλών της εποχής ζούσαν μια νομαδική ζωή κυνηγών - τροφοσυλλεκτών που αναγκαστικά μετακινούνταν σχεδόν συνεχώς, υπήρχαν παραδείγματα φυλών με σχετικά μόνιμη εγκατάσταση, όπως π.χ. αυτή στο Lepenski Vir, που πάντοτε συσχετίζονταν με μια σχετικά σταθερή κύρια πηγή αλιευμάτων που παρείχαν την κύρια πηγή τροφής των αλιευτικών αυτών φυλών. Μάλιστα χρησιμοποιούσαν την περίσσεια αλιευμάτων και κοχύλια για ανταλλαγές με άλλα προϊόντα με άλλες φυλές με τιος οποίες είχαν επαφή και δεν διέθεταν αυτά τα είδη.

Κατά τη Νεολιθική Εποχή μεταξύ των μεγάλων νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων της εποχής περιλαμβάνονταν και πολλές βασικές τεχνικές αλιείας, που πολλές απ' αυτές χρησιμοποιούνται παρόμοια ως τις μέρες μας.
Στην Ελλάδα, η αλιεία, ως ιδιαίτερος κλάδος της εθνικής οικονομίας, υπάγεται διοικητικά στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Γεωργίας και ειδικότερα της ομώνυμης Διεύθυνσης Αλιείας, που έχει και την ευθύνη τόσο της επιστημονικής παρακολούθησης όσο και τον νομοθετικό καθορισμό των τρόπων (μεθόδων), των μέσων, των ζωνών καθώς και των εποχών της δραστηριοποίησής της.

Και η μεν αστυνόμευση της θαλάσσιας αλιείας, ειδικά για τον έλεγχο και τη τήρηση της σχετικής νομοθεσίας, αποτελεί αρμοδιότητα των οργάνων του Λιμενικού Σώματος που υπάγεται στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, η δε εκείνη των εσωτερικών υδάτων (ποταμών, λιμνών) υπάγεται στην "κατά τόπο" αρμοδιότητα των αστυνομικών Αρχών της ΕΛ.ΑΣ(εκτός της επιθεώρησης των σκαφών και της χορήγησης των προβλεπομένων αδειών). Όσον αφορά στη διακίνηση των αλιευμάτων εκτός χώρου αρμοδιότητας του Λιμενικού Σώματος ο έλεγχος αυτών γίνεται από υγειονομικές και άλλες υπηρεσίες των κατά τόπους Νομαρχιών.

Τέλος η στατιστική παρακολούθηση της αλιευτικής δραστηριότητας (επαγγελματικής αλιείας), εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, καθώς και της ελληνικής εκείνης "υπερπόντιας αλιείας", αποτελεί αντικείμενο έρευνας και παρακολούθησης της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας που διενεργείται είτε από δικούς της υπαλλήλους είτε μέσω των κατά τόπους τελωνειακών Αρχών της Χώρας, που υπάγονται στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.